δισύλλαβος

δισύλλαβος
η , ο [ος , ον ] двусложный, из двух слогов

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "δισύλλαβος" в других словарях:

  • δισύλλαβος — of two syllables masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δισύλλαβος — η, ο (AM δισύλλαβος, ον) αυτός που αποτελείται από δύο συλλαβές …   Dictionary of Greek

  • δισύλλαβος — η, ο αυτός που αποτελείται από δύο συλλαβές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τροχαίος — Δισύλλαβος πόδας της αρχαίας ελληνικής μετρικής, που έχει την πρώτη συλλαβή μακρά (θέση) και τη δεύτερη βραχεία (άρση), είναι δηλαδή του τύπου –’ υ. Είναι ακριβώς αντίθετος από τον ίαμβο, ο οποίος είναι επίσης δισύλλαβος πόδας, αλλά σε αυτόν… …   Dictionary of Greek

  • δισυλλάβως — δισύλλαβος of two syllables adverbial δισύλλαβος of two syllables masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δισύλλαβον — δισύλλαβος of two syllables masc/fem acc sg δισύλλαβος of two syllables neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δισυλλάβοις — δισύλλαβος of two syllables masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δισυλλάβου — δισύλλαβος of two syllables masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δισυλλάβους — δισύλλαβος of two syllables masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δισυλλάβων — δισύλλαβος of two syllables masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δισυλλάβῳ — δισύλλαβος of two syllables masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»